άσπετος

άσπετος
ἄσπετος, -ον (Α)
1. ο άρρητος, ο ανέκφραστος
2. (για αριθμούς) ο αναρίθμητος
3. (το ουδ. ως επίρρ.) υπέρμετρα, υπερβολικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ά-σπ-ετος (του οποίου η αρχική σημασία είναι «άρρητος») < αστερ. + (ρίζα) *sekw-, αποτελεί ρηματικό επίθ. τού εννέπω «λέγω, μιλώ» (< *ενσέπω
πρβλ. ενι-σπ-είν). Πρόκειται για επίθ. της επικής κυρίως ποιήσεως (Όμηρος). Απαντά κυρίως με τη σημασία «αρρήτως, απερίγραπτα μεγάλος» για να χαρακτηρίσει τον αιθέρα, τον ωκεανό, το νερό, το δάσος, την αλκή κ.ά. Λιγότερο συχνά χρησιμοποιείται με τη σημασία «αναρίθμητος» για να δηλώσει αριθμό. Η λ. μαρτυρείται επίσης σπανιότερα στον Εμπεδοκλή, στους λυρικούς (Βακχυλίδη), στους τραγικούς (Σοφοκλή, Ευριπίδη) και στη μεταγενέστερη πεζογραφία (Πολύβιο). Αξιοσημείωτο είναι τέλος ότι ο επικός Κόιντος ο Σμυρναίος χρησιμοποιεί τον παρεκτεταμένο τ. αάσπετος (πρβλ. αάσχετος-άσχετος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἄσπετος — unspeakable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀάσπετον — ἄσπετος unspeakable masc/fem acc sg ἄσπετος unspeakable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄσπετον — ἄσπετος unspeakable masc/fem acc sg ἄσπετος unspeakable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπέτου — ἄσπετος unspeakable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπέτους — ἄσπετος unspeakable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπέτῳ — ἄσπετος unspeakable masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀάσπετα — ἄσπετος unspeakable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀάσπετος — ἄσπετος unspeakable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄσπετα — ἄσπετος unspeakable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄσπετοι — ἄσπετος unspeakable masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”